παλάβρας

παλάβρας
ο [παλάβρα]
1. παλαβός
2. αυτός που λέει παλάβρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλάβρας — ο ο μωρόλογος, ο καυχησιάρης, ο φλύαρος (βλ. παλαβός): Ακούγαμε τόση ώρα τον παλάβρα και μας έκανε καζάνι το κεφάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαβρός — ο [παλάβρα] παλάβρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”